- Εὐπόλιδος
- Εὔπολιςabounding in citiesfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐπόλιδος — εὔπολις abounding in cities fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προσπάλτιος — ὁ, Α [Πρόσπαλτα] 1. ο κάτοικος τών Προσπάλτων 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Προσπάλτιοι τίτλος κωμωδίας τού Ευπόλιδος … Dictionary of Greek
προβατικός — ή, ό / προβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόβατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα ή στους τράγους, ο προβάτειος 2. φρ. «προβατική πύλη» εκκλ. πύλη στα Ιεροσόλυμα από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που επρόκειτο να θυσιαστούν μσν. αρχ. 1. το… … Dictionary of Greek
υβριστοδίκαι — οἱ, Α (ως τίτλος κωμωδίας τού Ευπόλιδος) δικαστές που καταπατούν τον νόμο και, ιδίως, αυτοί που δωροδοκούνται για να βοηθούν τους εγκληματίες να διαφεύγουν την τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνο δίκης] … Dictionary of Greek